- καναδέζα
- ηστρ. τύπος στρατιωτικού οχήματος μεταφοράς προσωπικού και ελαφρού υλικού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κουλτάρ, Ζαν — (Jean Coulthard, Βανκούβερ 1908 – 2000). Καναδέζα μουσικοσυνθέτης. Σπούδασε μουσική στο Βασιλικό Κολέγιο Μουσικής του Λονδίνου. Στη δεκαετία του 1930 έλαβε θετικές κριτικές από τους Σένμπεργκ και Μπάρτοκ· έτσι συνέχισε τις σπουδές της με τον… … Dictionary of Greek